- οινοπνευματικός
- η , ό[ν] спиртовой
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οινοπνευματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα: Οινοπνευματική μέτρηση. – Οινοπνευματικός βαθμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οινοπνευματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οινόπνευμα («οινοπνευματική ζύμωση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Αντ. Δαμασκηνό] … Dictionary of Greek
οινοπνευματόμετρο — το αραιόμετρο με το οποίο προσδιορίζεται ο οινοπνευματικός βαθμός αλκοολούχων υγρών, αλλ. αλκοολόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + μέτρον. Η λ., στον λόγιο τ. οινοπνευματόμετρον, μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek